- παραδοσιαρχία
- η1) незыблемость традиций; 2) консерватизм, косность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραδοσιαρχία — η 1. αντίληψη σύμφωνα με την οποία πρέπει να διατηρείται καθετί που βασίζεται στην παράδοση 2. (φιλοσ.) σύστημα πεποιθήσεων βασισμένων αποκλειστικά στην παράδοση ή στην αφοσίωση στα ήθη τού παρελθόντος, στάση που διαφοροποιείται ριζικά από την… … Dictionary of Greek
παραδοσιοκρατία — η η παραδοσιαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδοση + κρατία (< κράτης < κρατώ), απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. traditionalisme (βλ. και παραδοσιαρχία)] … Dictionary of Greek
μοντερνισμός — Λογοτεχνικό κίνημα, που εκδηλώθηκε κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αι. στην ισπανόφωνη Αμερική ως αντίδραση προς τις απηρχαιωμένες μορφές του ρομαντισμού. Στην αρχική τους αυτή αντίδραση, οι μοντερνιστές χρησιμοποίησαν τις νέες τάσεις της… … Dictionary of Greek
Λαμενέ, Φελισιτέ Ρομπέρ ντε- — (Félicité Robert de Lamennais, Σαν Μαλό, Βρετάνη 1782 – Παρίσι 1854). Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας. Μεταξύ του 1817 και του 1825 δημοσίευσε στο Παρίσι το Δοκίμιο περί αδιαφορίας στα θέματα της θρησκείας, που μπορεί να θεωρηθεί το μανιφέστο της … Dictionary of Greek
παραδοσιοκρατία — παραδοσιοκρατία, η και παραδοσιαρχία, η (κοινων.), η θεωρία σύμφωνα με την οποία πρέπει να διατηρούνται οι καθιερωμένες πολιτικοκοινωνικές καταστάσεις: Η παραδοσιοκρατία είναι άγονος συντηρητισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)